Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ γεγονότα

См. также в других словарях:

  • γεγονότα — γίγνομαι come into a new state of being perf part act neut nom/voc/acc pl γίγνομαι come into a new state of being perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δερύνειας, γεγονότα — Σημαντικές ταραχές που έλαβαν χώρα στην περιοχή της Δερύνειας Κύπρου τον Αύγουστο του 1997 και επισφραγίστηκαν από τη δολοφονία των Κυπρίων Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού από όργανα του τουρκικού κατοχικού καθεστώτος. Αφετηρία των επεισοδίων… …   Dictionary of Greek

  • Νομικής, γεγονότα — Μεγάλες πολιτικές κινητοποιήσεις που συντάραξαν την Αθήνα τον Φεβρουάριο Μάρτιο του 1973 και είχαν ως στόχο το δικτατορικό καθεστώς. Ξεκίνησαν με την έκδοση νομοθετικού διατάγματος, το οποίο επέτρεπε στο υπουργείο Άμυνας να διακόπτει κατά βούληση …   Dictionary of Greek

  • γεγονόθ' — γεγονότα , γίγνομαι come into a new state of being perf part act neut nom/voc/acc pl γεγονότα , γίγνομαι come into a new state of being perf part act masc acc sg γεγονότι , γίγνομαι come into a new state of being perf part act masc/neut dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεγονότ' — γεγονότα , γίγνομαι come into a new state of being perf part act neut nom/voc/acc pl γεγονότα , γίγνομαι come into a new state of being perf part act masc acc sg γεγονότι , γίγνομαι come into a new state of being perf part act masc/neut dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • ρεπορτάζ — Δημοσιογραφικό είδος γραπτού λόγου για την έγκαιρη λεπτομερειακή και ζωντανή ενημέρωση των αναγνωστών σχετικά με διάφορα γεγονότα που έχουν συμβεί. Ο ρεπόρτερ πρέπει να έχει δει ο ίδιος τα γεγονότα ή να έχει πάρει μέρος στα γεγονότα που… …   Dictionary of Greek

  • Βίτγκενσταϊν, Λούντβιχ Γιόζεφ Γιόχαν — (Ludwig Josef Johann Wittgenstein,Βιέννη 1889 – Κέιμπριτζ 1951).Αυστριακός φιλόσοφος. Πήρε δίπλωμα μηχανικού στην Αυστρία και στη συνέχεια έφυγε στην Αγγλία για ειδίκευση. Εκεί συναντήθηκε με τον Μπέρτραντ Ράσελ και έγινε μαθητής του, στρέφοντας… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»